- γκαρδιακός
- -ή και -ιά, -ό1. εγκάρδιος, ολόψυχος, ειλικρινής2. (για αδελφό) από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάννα, μη ετεροθαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εγκαρδιακός < αρχ. εγκάρδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκαρδιακός — ή, ό 1. γνήσιος, αληθινός: Ήταν αδέρφια γκαρδιακά. 2. επιστήθιος, πιστός: Είμαστε φίλοι γκαρδιακοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκαρδιακός — ή, ό 1. γκαρδιακός, αυτός που προέρχεται από την καρδιά, ειλικρινής («φίλος εγκαρδιακός») 2. (για παιδιά) γνήσιος … Dictionary of Greek